- ἀφορμίζομαι
- ἀφορμ-ίζομαι, [voice] Med.,A loose one's ships from harbour,
ναῦς E.IT18
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ναῦς E.IT18
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αφορμίζομαι — ἀφορμίζομαι (Α) λύνω τα πλοία μου από το λιμάνι, τα αφήνω να ταξιδέψουν. [ΕΤΥΜΟΛ. αφ (< απο ) + ορμίζομαι (μέσ. του ορμίζω) < όρμος «καταφύγιο, λιμάνι»] … Dictionary of Greek
ἀφορμισθείς — ἀφορμίζομαι loose one s aor part mp masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφορμισάμενοι — ἀφορμίζομαι loose one s aor part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφορμίζονται — ἀφορμίζομαι loose one s pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαφορμίζεσθε — ἐπί , ἀπό ὁρμίζω bring to a safe anchorage pres imperat mp 2nd pl ἐπί , ἀπό ὁρμίζω bring to a safe anchorage pres ind mp 2nd pl ἐπί , ἀπό ὁρμίζω bring to a safe anchorage imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) ἐπᾱφορμίζεσθε , ἐπί ἀφορμίζομαι loose … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαφορμιζόμενος — ἐπί , ἀπό ὁρμίζω bring to a safe anchorage pres part mp masc nom sg ἐπί ἀφορμίζομαι loose one s pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)